νταηλίκι

νταηλίκι
το
(συν. με ειρωνική σημ.) η συμπεριφορά τού νταή, επίδειξη ανύπαρκτης γενναιότητας, ψευτοπαλικαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dayilik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι …   Dictionary of Greek

  • μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως …   Dictionary of Greek

  • συναλίκι — το, Ν δοσοληψία, σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναλλαγή + κατάλ. λίκι (κατά τα κουβαρνταλίκι, νταηλίκι) με απλοποίηση] …   Dictionary of Greek

  • λεονταρισμός — ο ο ψευτοπαλικαρισμός, το νταηλίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαμπουκάς — ο (λ. τουρκ.) 1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι στο βραχίονα και κυρίως στον καρπό του χεριού ανθρώπου του υποκόσμου, χαρακιά στο χέρι: Είναι γεμάτος τσαμπουκάδες. 2. τατουάζ (βλ. λ.). 3. μάγκικη, μόρτικη συμπεριφορά, ζοριλίκι, νταηλίκι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”